πανθηής

πανθηής
-ές, Α
αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -θηής (< θηέομαι, ιων. τ. του θεῶμαι «βλέπω», πρβλ. θηη-τός θηη-τήρ, απρμφ. αορ. θηή-σασθαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”